καρωτίδες

καρωτίδες
Αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στον λαιμό και στο κεφάλι. Βρίσκονται ανά τρεις στις δύο πλευρές του σώματος (δεξιά-αριστερά): η κοινή, η έσω και η έξω κ. Η δεξιά κοινή κ. ξεκινά από την ανώνυμη αρτηρία και η αριστερή από το αορτικό τόξο. Οι δύο κοινές κ. διαγράφουν κάθετη ανοδική πορεία μέχρι το άνω χείλος του θυρεοειδούς χόνδρου. Η κοινή κ. δεν υποδιαιρείται σε παράπλευρους κλάδους, αλλά μόνο σε δύο τελικούς: την έξω κ. και την έσω κ. Η έξω κ. καλύπτει την αγγείωση του μεγαλύτερου τμήματος του προσώπου με τις διακλαδώσεις της (άνω θυρεοειδής αρτηρία, γλωσσική αρτηρία, προσωπική αρτηρία, ανιούσα φαρυγγική αρτηρία, ινιακή και οπίσθια ωτιαία αρτηρία) καθώς και με τις τελικές (κροταφική και έσω γναθιαία αρτηρία). Η έσω κ. συνεχίζει αρχικά την πορεία της κοινής, έπειτα διασχίζει τη βάση του κρανίου (με τον καρωτιδικό σωλήνα) και στη συνέχεια προχωρεί μέσα στον σηραγγώδη κόλπο, όπου διαιρείται σε τέσσερις τελικούς κλάδους: την πρόσθια εγκεφαλική αρτηρία, την οπίσθια αναστομωτική αρτηρία, την πρόσθια χοριοειδή αρτηρία και τη μέση εγκεφαλική αρτηρία. Η έσω κ. δίνει μόνο έναν σημαντικό παράπλευρο κλάδο, την οφθαλμική αρτηρία. Τα τραύματα των κ., εκτός από εκείνα της έξω κ., είναι σοβαρά. Προκαλούν αιμορραγία και απαιτείται συρραφή του αγγείου, προκειμένου να αποκατασταθεί η κυκλοφορία του αίματος και να αποτραπούν νευρικές διαταραχές. καρωτιδική ενδαρτηριεκτομή. Χειρουργική διαδικασία για την αποκατάσταση της κανονικής ροής αίματος σε μια καρωτιδική αρτηρία που έχει στενωθεί από αθηροματοσκλήρυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • carótida — (Del gr. karotis < karoo, adormecer.) ► adjetivo/ sustantivo femenino ANATOMÍA Se aplica a la arteria que lleva la sangre a la cabeza por uno y otro lado del cuello. * * * carótida (del gr. «karōtídes», de «karóō», adormecer) adj. y n. f. Anat …   Enciclopedia Universal

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… …   Dictionary of Greek

  • carótida — (Del gr. καρωτίδες, de καροῦν, adormecer, amodorrar). adj. Anat. Se dice de cada una de las dos arterias, propias de los vertebrados, que por uno y otro lado del cuello llevan la sangre a la cabeza. U. m. c. s. f.) …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”